δακτυλιαῖος

δακτυλιαῖος
δακτῠλ-ιαῖος, α, ον,
A of a finger's length, breadth or thickness,

ῥάβδοι Hp.Fract.30

;

κάραβοι Arist.HA549b10

;

τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr.

ap. Gal. 13.1000: Astron., a digit in extent, Cleom. 2.3.
II possessing δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος, i.e. hands and feet, D.S.1.77.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δακτυλιαίος — α, ο (Α δακτυλιαῑος, α, ον) [δάκτυλος] όποιος έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου αρχ. φρ. «δακτυλιαῑα μέρη τοῡ σώματος» τα χέρια και τα πόδια …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιαίων — δακτυλιαῖος of a finger s length fem gen pl δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιαίοις — δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιαίου — δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιαίους — δακτυλιαῖος of a finger s length masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιαίῳ — δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιαία — δακτυλιαίᾱ , δακτυλιαῖος of a finger s length fem nom/voc/acc dual δακτυλιαίᾱ , δακτυλιαῖος of a finger s length fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιαίας — δακτυλιαίᾱς , δακτυλιαῖος of a finger s length fem acc pl δακτυλιαίᾱς , δακτυλιαῖος of a finger s length fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιαίαν — δακτυλιαίᾱν , δακτυλιαῖος of a finger s length fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”